- 'κεχήνη
- ἐκεχήνη , χάσκωyawnplup ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐκεχήνη , χάσκωyawnplup ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχήνη — χάσκω yawn plup ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχήνῃ — χάσκω yawn perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek